- συστρατιωτῶν
- συστρατιώτηςfellow-soldiermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυστρατιωτῶν — συστρατιωτῶν , συστρατιώτης fellow soldier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταλαλάζω — (Α ἀνταλαλάζω) αντηχώ, αντιλαλώ αρχ. ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών … Dictionary of Greek